- θαλασσοποίηση
- η [θαλασσοποιώ]ανώμαλη κατάσταση, αναστάτωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσοποίηση — η θαλάσσωμα, ανώμαλη κατάσταση, αταξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)